- νεωτεροποιῷ
- νεωτεροποιόςinnovatingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωτεροποιώ — νεωτεροποιῶ, έω (Α) [νεωτεροποιός] 1. επιχειρώ κάτι με νέο τρόπο 2. εισάγω καινοτομίες, νεωτερισμούς 3. εγείρω επανάσταση προκειμένου να ανατρέψω το πολιτικό καθεστώς 4. καθαρίζω τα άκρα πληγής 5. (για τη Σελήνη) παίρνω νέα μορφή, βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek